-
1 ποτός
II Subst., [full] ποτόν, τό, that which one drinks, drink, esp. of wine,κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Il.1.470
, etc.;θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες Od.2.341
;κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630
; of wine, A.Pers. 615, S.Tr. 703;τῷ ποτῷ χρησαμένους Hdt.2.121
.δ'; σῖτα καὶ ποτά meat and drink, Id.5.34, X.An.2.3.27;βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp. 1110
;σιτία καὶ π. Pl.Prt. 334a
, etc. -
2 βρωτός
См. также в других словарях:
μάγεμα — και μάγευμα, το (Α μάγευμα) [μαγεύω] μαγικό τέχνασμα, μαγεία, μάγια («βρωτοῑσι καὶ ποτοῑσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν», Ευρ.) νεοελλ. γοητεία, σαγήνη, αισθητική έλξη ή απόλαυση («το προσωπάκι σου στάλαζ ένα μάγεμα»,… … Dictionary of Greek